There’s been a recent movement in Cyprus to accept and recognize the beauty, richness, and significance of the Cypriot language. Typically understood as a dialect, Greekcypriot (and Turkishcypriot for that matter, i believe) are oral, not written languages: There’s no courses in “Cypriot” in K-12 schools. The courses are Modern Greek (Turkish), and the language spoken in professional contexts is Greek. There’s all sorts of issues wrapped up in this around people’s concepts of what is and isn’t proper, and around what ought to be or not be taught in schools. As part of the movement to use Cypriot in written contexts, a local newspaper has started publishing op eds written in Cypriot on any topic, and I wrote the following story around my grandmother’s cooking of stuffed zucchini flowers.

Η ξενιθκιά τζιαι οι ανθοί

Έσιει πάνω που είκοσι χρόννια που έφυα που την Κύπρο. Πρώτα Αμερική. Ύστερα Αγγλία. Πίσω Αμερική. Τώρα Καναδά. Τζιαι όι Τορόντο, που τουλάχιστον εν’ 10 ώρες απευθείας πτήση προς την Αθήνα τζιαι ύστερα ανάμιση ώρα που τζιαμαί. Όι! Στην άλλη πλευρά του Καναδά. Στην πλευρά του Ειρηνικού ωκεανού. Στη Βικτώρια, που εν’ στο νησί Βανκούβερ, που πολλοί συγχύζουν με την πόλη του Βανκούβερ. Στην πλευρά που θέλει τουλάχιστον τρεις πτήσεις τζιαι 24 ώρες για να έρτω πίσω. «Στα τριβίλλουρα», λαλεί ο φίλος μου ο Φόττας που το γυμνάσιο. Να μεν τα πολυλογώ, Αγγλία, Αμερική ή Καναδάς εν είσιεν σημμασία για την μακαρίτισσα τη γιαγιά μου την Ελένη που την Τρεμιθούσα. «Ζάβαλλε μου, τζιαι εννά σε φάει η ξενιθκιά γιε μου» ελάλεν μου κάθε φορά που επήαιννα να την δω.

Εν ηξέρω ακριβώς ίνταμπου εννόαν με την έκφραση «εννά σε φάει η ξενιθκιά». Εχαμογέλουν τζιαι εκαθησύχαζα την, αλλά θαρκούμαι εσκέφτετουν ότι τα πράματα εν’ δύσκολα στο εξωτερικό. Ότι εν θα έχω συγγενείς, γνωστούς, τζιαι φίλους σε ώρα ανάγκης. Ότι ο κοσμος εν’ άλλωσπως. Αξινόστραφος, σε σύγκριση με τους Κυπραίους; Χωρίς εμπιστοσύνη; Ότι σαν την Κύπρο εν έσιει; Εν ηξέρω. Έπρεπε να την ρωτήσω, αλλά πού να το κόψει ο νους μου! Ένα πράμα όμως έξερα το: Ότι στη ξενιθκιά σίουρα εν θα έβρισκα μια πιατέλλα γεμάτη με ανθούς έτοιμους πας στο τραπέζι, έτσι όπως τους έκαμνεν κάθε φορά που επήαιννα να την δω.

Η κοτζιάκαρη η μακαρίτισσα ήταν αγράμματη αλλά, τελικά, γνωστική. Ως ένα σημείο έντζιαι είσιεν άδικο. «Εξίασες τα ελληνικά σου, ρε» είπε μου η αρφή μου πας στην κουβέντα τον Ιούνη που ήρτα να δω τους δικούς μου, ύστερα που δκυόμισι χρόννια πανδημίας. Τζιαι όταν έγραψα της άλλης μου της αρφής στο φέισμπουκ «Πολλά ωρεο! Πίος το εκαμε;» για ένα γλύκισμα, απάντησε μου: «Re, me polli agapi einai *ωραίο και *ποιος». Ορθογράφος η ροκόλα, που ήταν δέκα χρονών όταν έφυα, τζιαι τωρά εν’ τριάντα. Τέλος πάντων, έχουν τζιαι τούτες δίκαιο. Η ξενιθκιά εμισοέφαεν μου την γλώσσα μου την μητρική. Τούντο άρθρο εννά το έγραφα σε καμμιάν ώρα στα αγγλικά αλλά επήρεν μου τρεις τζιαι κάτι στα κυπριακά. Τζιαι επειδή λυσσιώ της πείνας, εν ημπόρω να περιγράψω τωρά πως η ξενιθκιά εν’ όπως την Ιθάκη, τζιαι εννά σταματήσω να γράφω.

Μια πιατέλλα γεμάτη με ανθούς έτοιμους πας στο τραπέζι, έτσι όπως τους έκαμνεν κάθε φορά που επήαιννα να την δω, όμως γιοκ.